- αὐτόδιον
- αὐτόδιονstraightwayindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτόδιον — αὐτόδιον επίρρ. (Α) ευθύς, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. Άπαξ ειρημένη λ. (Οδ. θ. 449), που μπορεί να είναι επίρρ. ή επίθ. στην αιτιατική. Η αρχαία ερμηνεία της λ. είναι «εξ αυτής της οδού ελθόντα (ή εληλυθότα)» με αρχικό τ. *αυθόδιον, ο οποίος έχει υποστεί… … Dictionary of Greek
ογδόδιον — ὀγδόδιον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θυσία παρὰ Ἀθηναίοις τελουμένη Θησεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε ὀγδοαῖον (βλ. λ. ὀγδοαῖος). Κατ άλλους, πρόκειται για συνθ. (βλ. αυτόδιον)] … Dictionary of Greek